- ψοφοδέεια
- ψοφο-δέεια, ἡ,A fear at every noise, Stoic.3.99.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψοφοδέεια — fear at every noise fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψοφοδέεια — και ψοφοδεΐα, ἡ, Α [ψοφοδεής] η ιδιότητα τού ψοφοδεούς, φόβος για κάθε είδους θόρυβο … Dictionary of Greek
ψοφοδεείας — ψοφοδεείᾱς , ψοφοδέεια fear at every noise fem acc pl ψοφοδεείᾱς , ψοφοδέεια fear at every noise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψοφοδεΐα — ἡ, Α βλ. ψοφοδέεια … Dictionary of Greek